πεζός

πεζός
πεζός, ή, όν (s. πεζεύω; Hom. et al.; ins, pap, LXX) going by land (Hom. et al.; Jos., Bell. 3, 8) (opp. ἐν πλοίῳ, as Pind., P. 10, 29 ναυσί) Mt 14:13 v.l. πεζοὺς πέμπειν send messengers (who travel on the highway) IPol 8:1.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεζός — on foot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …   Dictionary of Greek

  • πεζός — ή, ό 1. αυτός που βαδίζει πεζός, πεζοπόρος. 2. στρατιώτης του πεζικού στρατεύματος. 3. για λόγο, είδος προφορικού ή γραπτού λόγου: Πολλοί ποιητές έγραψαν και πεζά έργα. 4. μτφ., αυτός που μιλάει ή γράφει ρηχά, ακαλαίσθητα: Ο ομιλητής ήταν πολύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. — ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. См. Пеший конному не товарищ …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πεζά — πεζός on foot neut nom/voc/acc pl πεζά̱ , πεζός on foot fem nom/voc/acc dual πεζά̱ , πεζός on foot fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζόν — πεζός on foot masc acc sg πεζός on foot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζότατα — πεζός on foot adverbial superl πεζός on foot neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζότατον — πεζός on foot masc acc superl sg πεζός on foot neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζαῖς — πεζός on foot fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζαί — πεζός on foot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζοτάτη — πεζός on foot fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”